γυναικοφέρνω
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
Greek Monolingual
1. (για άντρα) συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα
2. (για κορίτσια) έχω εμφάνιση γυναίκας, έχω σωματική και πνευματική ανάπτυξη ώριμης γυναίκας.