γυρεοθήκη

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

η
θήκη της γύρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρις, γύρεως + θήκη. Η λ. μαρτυρείται το 1892 από τον Κωνστ. Μητσόπουλο στο περιοδικό Προμηθεύς.