ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
η
θήκη της γύρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρις, γύρεως + θήκη. Η λ. μαρτυρείται το 1892 από τον Κωνστ. Μητσόπουλο στο περιοδικό Προμηθεύς.