γυρεόκοκκος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ο
κόκκος γύρης, μικρότατο σωματίδιο που βρίσκεται στους ανθήρες τών στημόνων.