γυροφέρνω

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

1. περιφέρομαι
2. εξοικονομώ τα προς το ζην
3. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι
4. περιποιούμαι κάποιον για να πετύχω κάτι
5. απαντώ με υπεκφυγές.