γυροφέρνω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
1. περιφέρομαι
2. εξοικονομώ τα προς το ζην
3. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι
4. περιποιούμαι κάποιον για να πετύχω κάτι
5. απαντώ με υπεκφυγές.