γυψομάρμαρο

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

το
1. μάρμαρο τεχνητό από γυψοκονία και άλλα συστατικά
2. στόκος.