στόκος

From LSJ

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τεχνολ. α) συνδετικό υλικό το οποίο παρασκευάζεται από τιτανόσκονη και βρασμένο λινέλαιο και το οποίο μαλάσσεται σε συνεκτική και εύπλαστη μάζα και χρησιμοποιείται για τη στερέωση υαλοπινάκων στα φατνώματα θυρών και παραθύρων, για επικάλυψη ρωγμών σε ξυλοκατασκευές και για την πλήρωση οπών από καρφιά
β) ονομασία για παρασκευάσματα που είναι παρόμοια με το παραπάνω, όπως είναι ο σιδηρόστοκος και ο στόκος μινίου
γ) ονομασία για μερικά εύπλαστα πλαστικά
2. (οικοδ.) γυψομάρμαρο ή γυψοκονία, πολτώδης μάζα από γύψο και άλλα υλικά που χρησιμοποιείται για να φράζονται ή να γεμίζουν οπές, κενά ή ανωμαλίες τοίχων
3. λεπτή και επιμήκης λεπίδα που κρύβεται μέσα σε ράβδο η οποία χρησιμεύει ως θήκη
4. παλαιότερο είδος πολεμικού ξίφους με οξύτατη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stocco].