δέξιμο

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

και δεξιμιό, το
1. η υποδοχή, το καλωσόρισμα
2. η συγκατάθεση, η συναίνεση
3. φρ. «καλά δεξίματα» — με το καλό να τον δεχθείτε (φίλο ή συγγενή που έλειπε).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ- (δέξιμος) του ρ. δέχομαι.