σάγουλα
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
Greek Monolingual
και σάουλα, η, Ν
1. λεπτό σχοινί
2. ναυτ. κοινή ονομασία λεπτού σχοινιού ποικίλης χρήσεως πάνω στα πλοία (α. «σάγουλες του γαϊδάρου» — σχοινιά που χρησιμεύουν για τη στερέωση φορτίου
β. «σάγουλα της παρκέτας» — το λεπτό σχοινί του δρομομέτρου
γ. «σάγουλα του τιμονιού» — το οιακόσχοινο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. sagola].