δίπτυχα

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
v. δίπτυχος.

Russian (Dvoretsky)

δίπτῠχα: adv. вдвое или с обеих сторон (δ. ποιῆσαί τι Hom.).