δίφυλλος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
German (Pape)
[Seite 645] zweiblätterig, Sp.
Spanish (DGE)
-ον
de dos hojas de los racimos de la pimienta con dos valvas u hollejos ἕκαστος βότρυς δίφυλλον ἔχει σκέπον Cosm.Ind.Top.11.10.
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο φύλλα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίφυλλα
φυτά που τα φύλλα τους αποτελούνται από δύο τμήματα.