δαιμονιάρης
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
Greek Monolingual
-α,. -ικο (Μ δαιμονιάριος και δαιμονιάρης, θηλ. δαιμονιαρέα και δαιμονιαριά)
1. δαιμονισμένος, παράφορος
2. επιληπτικός.