δαιμονόπιστος

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που πιστεύει στους δαίμονες
2. ο μη χριστιανός, ο αλλόπιστος.