δαιμονόχρους

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek Monolingual

δαιμονόχρους, -ουν (Μ)
όποιος έχει το χρώμα του δαίμονα, ο μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -χρους < χρου < -χροος < χρως «χρώμα»].