δακρυακός

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο δακρυϊκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].