δακρυφόρος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

-α, -ο
όποιος φέρνει ή προκαλεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αλεξ. Κατακουζηνό].