δακτυλοθέτης

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

ο
κομμάτι από δέρμα με το οποίο τυλίγεται ο δείκτης για να κρατιέται σταθερότερα το σπαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -θετης < τίθημι.