δαμαστέον
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
A one must break in, τριετῆ πῶλον Gp.16.1.11.
II Adj. δαμαστέος, δαμαστέα, δαμαστέον, Hsch. s.v. δματέα.
Spanish (DGE)
hay que domar (πῶλον) γενόμενον δὲ τριετῆ Gp.16.1.11, cf. Hsch.s.u. δματέα.