δανιστής

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Spanish (DGE)

v. δανειστής.

Chinese

原文音譯:daneist»j 打尼士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:借貸(者)
字義溯源:債主,放利者;源自(δανείζω / δανίζω)=有息借貸);而 (δανείζω / δανίζω)出自(δάνειον / δάνιον)=貸款), (δάνειον / δάνιον)又出自(Δανιήλ)X*=禮物)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 債主(1) 路7:41