εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
οο ειδικός στην τεχνική διαχείρισης τών δασών.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -τεχνης < τέχνη. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1889 στον Νικ. Χλωρό].