δασοτέχνης

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

ο
ο ειδικός στην τεχνική διαχείρισης τών δασών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -τεχνης < τέχνη. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1889 στον Νικ. Χλωρό].