δασοτέχνης

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

ο
ο ειδικός στην τεχνική διαχείρισης τών δασών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -τεχνης < τέχνη. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1889 στον Νικ. Χλωρό].