δείλιασμα

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source

Greek Monolingual

το δειλιάζω
η παροδική απώλεια θάρρους, η ατολμία.