δεινοπαθής

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek (Liddell-Scott)

δεινοπαθής: -ές, δεινὰ πάσχων, ἢ παθών, μτγν.

Spanish (DGE)

-ές
1 que sufre terriblemente glos. a αἰνοπαθής Apollon.Lex.142, glos. a σχέτλιος Sud.
2 adv. δεινοπαθέως = vehementemente τὰ κατ' αὐτὸν δ. ἀναδιδάξαντες Philost.HE 9.8.

Greek Monolingual

δεινοπαθής, -ές (Α)
αυτός που υφίσταται ή υπέστη πολλά δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -παθής < πάθος.