ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ο1. όποιος έχει δέκα κέρατα ή κεραίες2. βιολ. (το ουσ. ως ουσ.) τα δεκάκεραπεριληπτική ονομασία Εντόμων με δέκα κεραίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -κερος < κέρας «κέρατο»].