δεκάκερος

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source

Greek Monolingual

ο
1. όποιος έχει δέκα κέρατα ή κεραίες
2. βιολ. (το ουσ. ως ουσ.) τα δεκάκερα
περιληπτική ονομασία Εντόμων με δέκα κεραίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -κερος < κέρας «κέρατο»].