δεκάπλευρος
From LSJ
English (LSJ)
δεκάπλευρον, ten-sided, Procl. in Euc.p.422 F.
Spanish (DGE)
-ον
de diez lados de figuras geométricas, Procl.in Euc.422.20, Sch.Euc.1.141.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δεκάπλευρος)
αυτός που έχει δέκα πλευρές.