δεκάτευση
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
η (AM δεκάτευσις) δεκατεύω
νεοελλ.
ο καθορισμός του φόρου της δεκάτης
αρχ.
1. ο αποδεκατισμός
2. στρατιωτική ποινή σε στασιαστές ή λιποτάκτες του ρωμαϊκού στρατού σύμφωνα με την οποία όριζαν με κλήρο και εκτελούσαν έναν από κάθε δεκάδα.