δεκαριά

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

η
(σε συνεκφορά με την αντων. καμιά) περίπου δέκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + (κατάληξη) -αριά].