δεκασχιδής
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-ές
ο διαιρεμένος ή σχισμένος σε δέκα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής, πολυσχιδής)].