δεκασχιδής

From LSJ

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source

Greek Monolingual

-ές
ο διαιρεμένος ή σχισμένος σε δέκα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής, πολυσχιδής)].