διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
-έςο διαιρεμένος ή σχισμένος σε δέκα μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής, πολυσχιδής)].