δενδρομετρική

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

η
1. η καταμέτρηση τών διαστάσεων δένδρων με δενδρόμετρο
2. κλάδος της δασολογίας, δασική στερεομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ν. Χλωρό].