δενδρομετρική
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
Greek Monolingual
η
1. η καταμέτρηση τών διαστάσεων δένδρων με δενδρόμετρο
2. κλάδος της δασολογίας, δασική στερεομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ν. Χλωρό].