δενδρόμετρο
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
Greek Monolingual
το
δασικό όργανο με το οποίο μετρούνται κατά προσέγγιση οι διαστάσεις τών όρθιων δένδρων και υπολογίζεται το ποσό της οικοδομήσιμης ξυλείας, την οποία μπορεί καθένα να αποδώσει.