δεντροστολίζω

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

στολίζω δρόμο, περιοχή κ.λπ. φυτεύοντας δέντρα.