δεντροστολίζω

From LSJ

τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility

Source

Greek Monolingual

στολίζω δρόμο, περιοχή κ.λπ. φυτεύοντας δέντρα.