δεντρόφυλλο

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

το
1. φύλλο δένδρου
2. ονομασία καλλωπιστικού φυτού.