δεξίλογος
From LSJ
-η, -ο
όποιος δέχεται τη λογοδοσία κάποιου ή δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι- < (θ. αορ.) εδεξάμην του ρ. δέχομαι + -λόγος < λόγος (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίμηλος). Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή έκδ. 1833)].