Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
το
1. δώρο σταλμένο από κάποιον
2. στον πληθ. δεξίμια
δεξίματα, το δέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ- (δέξιμος, δέξιμο) του δέχομαι.