δεξαμενόπλοιο

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

το
1. φορτηγό πλοίο υγρού φορτίου
2. πολεμικό πλοίο, του οποίου το πρυμναίο τμήμα μπορεί να βυθίζεται τόσο, όσο να επιτρέπει τον δεξαμενισμό αποβατικών πλοιαρίων και τη μεταφορά τους εν συνεχείᾳ στον τόπο αποβάσεως].