δερματοπαθολογία

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

η
κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται ειδικά με την παθολογία του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Σ. Ροσόλυμο].