δευτερογαμία

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

German (Pape)

[Seite 553] ἡ, die zweite Heirath, Sp.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
segundas nupcias, Phys.B 218.3, Afric.Ep.Arist.p.58.19, Const.App.3.2.1, Eus.HE 1.7.4, Ath.Scholast.Coll.9.10, Anon.Arian.Virg.53, Iust.Nou.22.29.

Greek Monolingual

η (AM δευτερογαμία)
η τέλεση δεύτερου γάμου μετά τη λύση του πρώτου εξαιτίας διαζυγίου ή θανάτου.