δευτεροχτυπώ

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

Greek Monolingual

1. χτυπώ δεύτερη φορά, χτυπώ κυρίως με όπλο
2. (για σάλπιγγες, όργανα κ.λπ.) ηχώ, αντηχώ δεύτερη φορά.