δημόσυνος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
Spanish (DGE)
(δημόσῠνος) δημοσύνη, δημόσυνον
del pueblo, público dud., quizá epít. de Ártemis (aunque tal vez sent. adv. públicamente, a expensas públicas) Ἀμβρόσιος καὶ Διοπείθης δημοσύνῃ με ἀνέθηκαν Ἀρτέμιδι CEG 784.1 (Ática IV/III a.C.).