διάθημα
From LSJ
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
English (LSJ)
-ατος, τό, = διάθεμα, Ptol. ap. Heph.Astr.2.11.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 alianza, testamento καλλείψας κόσμῳ εὐαγγελίης δ. Orac.Sib.1.382.
2 δ.· ἐπιτήδευμα Phot.δ 321.