διάπλευσις

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek (Liddell-Scott)

διάπλευσις: -εως, ἡ, τὸ διαπλέειν, διάπλευσις ἰχθύων Ν. Χων. σ. 579, 7, Βόνν.