διέεργον

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

French (Bailly abrégé)

impf. épq. de διείργω.

Russian (Dvoretsky)

διέεργον: эп. impf. к διείργω.