διείργω

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διείργω Medium diacritics: διείργω Low diacritics: διείργω Capitals: ΔΙΕΙΡΓΩ
Transliteration A: dieírgō Transliteration B: dieirgō Transliteration C: dieirgo Beta Code: diei/rgw

English (LSJ)

Ep. and Ion. διέργω, Ep. also διεέργω:—
A keep asunder, separate, τοὺς διέεργον ἐπάλξιες Il.12.424, cf. Hdt.1.180, Pi.N.6.2, Th.3.107, E.Fr.382.6, PTeb.50.6 (ii B. C.); δ. τινὰ τοῦ μὴ συγκεχύσθαι Arist.HA562a25; ποταμοὶ δ. [τινὰς] τῆς ὄκαδε ὁδοῦ X.An.3.1.2:—Pass., πόρῳ διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος Plu.Them.13; χώρα ἰσθμῷ δ. μὴ νῆσον εἶναι Polyaen.2.2.4: c. inf., to be prevented from... Porph.Abst.2.47.
2 ward off, Pl.Criti.115e; exclude, τινὰς παντὸς λόγου Philostr.VA3.31.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. διεέργω Il.12.424; διέργω Hdt.1.180
1 separar c. ac. plu. de pers. τοὺς διέεργον ἐπάλξιες Il.12.424, χαράδρα αὐτοὺς μεγάλη διεῖργεν Th.3.107, a dos que están luchando, Pl.Lg.880b, τοὺς μαχομένους Thphr.Char.13.5, c. ac. plu. de cosas ταύτας (γραμμάς) διείργει δ' ἐν μέσαις ἄλλη μία E.Fr.382.6, ὄρος ... ὃ διείργει πάσας τὰς κατὰ τὴν Ἰταλίαν ῥύσεις Plb.3.110.9, τοῦ διείργοντος αὐτὰς χείλους de la lengua de tierra que las separa (al lago y al mar), Plb.10.10.13, c. dos ac. sg. διείργουσα λίμνην ... καὶ θάλασσαν que separa la laguna del mar Plu.Alex.26, c. ac. y gen. οἳ τοὺς (τροχούς) τῆς θαλάττης διεῖργον Pl.Criti.115e, τὴν δὲ πρὸς τὰ ἄρκτους (Ἰνδικήν) τὸ Ἠμωδὸν ὄρος διείργει τῆς Σκυθίας el monte Emodo separa la India septentrional de Escitia D.S.2.35, c. ac. y ἀπό: διείργοντα αὐτὴν ἀφ' ὅλης τῆς μεταξὺ Εὐφράτου Str.11.14.1, τὴν Βοιωτίαν ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς Str.9.1.3, τὸν δῆμον ἀπὸ τῶν ἱερέων I.BI 5.226, τὸν ἀπὸ τῆς ἠπείρου διείργοντα τὴν πόλιν εὔριπον Plu.Luc.9, cf. Arist.de An.423b10, GA 770a18, Ael.VH 1.3, abs. διείργει ... πᾶσα κεκριμένα δύναμις separa (a hombres y dioses) un poder muy diferente Pi.N.6.2, ποταμοὶ δὲ διεῖργον ἀδιάβατοι ἐν μέσῳ τῆς οἴκαδε ὁδοῦ ríos infranqueables se interponían en el camino a la patria X.An.3.1.2
en v. pas. estar separado αὐτοὶ ἐκ τοῦ ἐπὶ θάτερα λόφου διείργοντο éstos estaban separados (del enemigo) por la colina situada al otro lado Th.8.33, διείργεσθαι τενάγεσι καὶ λίμναις Plb.5.45.10, Ἐλεφαντίνης ἑκατόν που τοῖς μεταξὺ σταδίοις διείργεται dista de Elefantina unos cien estadios Hld.8.1.2, διείργετο δ' ὁμοίως καταπετάσματι πρὸς τὸ ἔξωθεν estaba resguardado igualmente del exterior por un velo I.BI 5.219, ὁμοίως δὲ καὶ ὅθεν αἱ χεῖρες διείργονται σχιστός ἐστιν ref. a la vestimenta, I.AI 3.161, ἀτραπιτοὶ θαμέεσσι διειργόμεναι σκολόπεσσιν Q.S.5.53, c. gen. διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος Phanod.24.
2 fig. interrumpir, cortar c. ac. de pers. y gen. de cosa διείργων αὐτοὺς παντὸς λόγου Philostr.VA 3.31.
3 dividir c. ac. sg. τὸ μέσον αὐτῆς ποταμὸς διέργει un río la divide por el medio Hdt.l.c., τὸ δὲ μέσον αὐτοῦ διείργει μῆνιγξ λεπτή Hp.Morb.Sacr.3, διειργούσης αὐτὴν τῆς ἀνὰ μέσον κειμένης ὀρεινῆς Plb.5.55.7, διεῖργε τὴν θάλατταν Plu.2.248b
abs. marcar la división μέσος δὲ διεῖργε στενωπὸς ὁδὸς ἐπὶ τὰ οἰκήματα en medio un estrecho pasillo marcaba la división hacia las habitaciones Ach.Tat.2.19.3, cf. PTeb.50.6 (II a.C.), Thphr.CP 4.12.1, Plot.4.5.4.
4 fig., c. ac. de abstr. impedir, estorbar τὸν ὅλον πόλεμον ... ὁ χειμὼν διεῖργε Plb.35.1.5, ποταμὸς διείργων ... τὴν ... ἐκ τῆς πόλεως ἔξοδον Plb.1.75.5, (στερέμνιον) διεῖργον τὸν ἐπέκεινα ἀέρα (cuerpo sólido) que impide (a la luz) el paso al aire que viene a continuación M.Ant.8.57, cf. Hsch.
c. μή e inf. impedir que τὰ μὲν διείργει τοῦ μὴ ... συγκεχύσθαι impide que se mezclen Arist.HA 562a25, tb. en v. med. διείργεται τὸ μὴ ἤπειρος εἶναι Th.6.1, cf. Polyaen.2.2.4, pas. διείργεται δὲ οὐδαμῶς ψυχὴ ἐκεῖ εἶναι ὅπου ... Porph.Abst.2.47.

German (Pape)

[Seite 618] ev. διέργω, trennen; τοὺς διέεργον ἐπάλξιες Il. 12, 424; rgl. Pind. N. 6, 2; Her. 1, 180; Thuc. 3, 107; Pol. 5, 55, 7 u. A.; abhalten, verhindern, Plat. Legg. IX, 880 b; – absolut, Xen. An. 3, 1, 2, dazwischen liegen u. dadurch trennen.

French (Bailly abrégé)

1 tr. séparer par un obstacle (clôture, bras de mer, etc.);
2 intr. être une séparation entre.
Étymologie: διά, εἴργω.

Russian (Dvoretsky)

διείργω: эп.-ион. διέργω (эп. impf. διέεργον)
1 разделять, разобщать, отделять (τινάς Hom., Thuc.; sc. τοὺς θεοὺς καὶ ἡμᾶς Pind.; τὸ μέσον τῆς πόλιος ποταμὸς διέργει Her.; τὴν χώραν Polyb.; τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἠπείρου Plut.);
2 разнимать (sc. μαχομένους Plat.);
3 преграждать, отрезывать (τῆς οἴκαδε ὁδοῦ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διείργω: Ἐπ. καὶ Ἰων. διέργω, Ἐπ. ὡσαύτως καὶ διεέργω· κρατῶ κεχωρισμένον ἢ χωριστά, ἀποχωρίζω, διαχωρίζω, τοὺς διέεργον ἐπάλξιες Ἰλ. Μ. 424· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδότῳ 1. 180, Πίνδ. Ν. 6. 4, Θουκ. 3. 107· δ. τοῦ μὴ συγκεχύσθαι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 18. 2) ἀποκρούω, ἀπομακρύνω, Πλάτ. Νόμ. 880Β. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., κεῖμαι μεταξὺ καὶ διαχωρίζω Ξεν. Ἀν. 3. 1, 2.

English (Slater)

διείργω separate διείργει δὲ (sc. ἡμᾶς). πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (N. 6.2)

Greek Monolingual

διείργω και διέργω και διεέργω (Α) είργω
1. κρατώ χωριστά, διαχωρίζω
2. εμποδίζω
3. αποκρούω, απομακρύνω
4. αποκλείω.

Greek Monotonic

διείργω: Επικ. και Ιων. δι-έργω, Επικ. επίσης δι-εέργω,·
I. κρατώ ξεχωριστά, διαχωρίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Θουκ.
II. φαινομενικά αμτβ., στέκομαι στη μέση και διαχωρίζω, σε Ξεν.

Middle Liddell

epic ionic δι-έργω epic δι-εέργω
I. to keep asunder, separate, Il., Hdt., Thuc.
II. seemingly intr., to lie between, Xen.

Lexicon Thucydideum

dirimere, separare, to separate, set apart, 3.107.3,
PASS., 6.2.1 (de Sicilia concerning Sicily), 8.33.2.