διέσει

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

French (Bailly abrégé)

v. δίειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

διέσει: 2 л. sing. fut. к δίειμι I.