διαβάθμιση
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
η
η ταξινόμηση κατά βαθμούς, η βαθμοθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαβάθμισις μαρτυρείται από το 1838 στους Ελληνικούς Κώδικες].