διαβάθμιση

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

η
η ταξινόμηση κατά βαθμούς, η βαθμοθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαβάθμισις μαρτυρείται από το 1838 στους Ελληνικούς Κώδικες].