διαβολάκι

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek Monolingual

το
1. μικρός διάβολος
2. παιδί ζωηρό, ατίθασο, αλλά ευφάνταστο.