διαδήλωση
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
η
1. η εξωτερίκευση ή εκδήλωση φρονημάτων ή συναισθημάτων
2. παρέλαση στους δρόμους πλήθους που πανηγυρίζει ή διαμαρτύρεται για κάποιο γεγονός
3. πανηγυρική υποδοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Γεώργ. Ρουσιάδη].