διαδήλωση

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

η
1. η εξωτερίκευση ή εκδήλωση φρονημάτων ή συναισθημάτων
2. παρέλαση στους δρόμους πλήθους που πανηγυρίζει ή διαμαρτύρεται για κάποιο γεγονός
3. πανηγυρική υποδοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Γεώργ. Ρουσιάδη].