εξωτερίκευση

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

η
έκφραση, φανέρωσηεξωτερίκευση σκέψεων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξωτερίκευσις (< εξωτερικεύω) μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη. Πρόκειται για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorization < exteriorize «εξωτερικεύω»)].