διαθεώμαι
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
Greek Monolingual
διαθεῶμαι (-άομαι) (Α) θεώμαι
(αποθ.) παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω λεπτομερώς.