διαθρώσκω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

German (Pape)

[Seite 579] (s. θρώσκω), auseinanderspringen, Opp. H. 1, 548.

Greek (Liddell-Scott)

διαθρώσκω: πηδῶ, ἀναπηδῶ διὰ μέσου, Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Αἰσθ. 2. 9, Ὀππ. Ἁλ. 1. 549.

Russian (Dvoretsky)

διαθρώσκω: выскакивать, прорываться (πῦρ ἔξω διαθρῶσκον Emped. ap. Arst.).