διακανόνιση

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

η
ρύθμιση, διευθέτηση, τακτοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διακανόνισις μαρτυρείται από το 1885 στον Α. Αργυριάδη].