διακονητικός
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
διακονητική, διακονητικόν, pertaining to service, Alex. Aphr.de An.59.14.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que está al servicio de c. gen. τούτων Alex.Aphr.de An.59.14.
2 para servir, de servir ἡ δὲ οἰνοχόη διακονητικὴ ἡ τὸν οἶνον ἑκάστῳ διανέμουσα Sch.Hes.Op.744a
•de servicio, servicial ἀρετή Ath.Al.M.27.453C.
3 transmisor ὁ γὰρ ἀὴρ διαφανής ἐστιν, ἀχρωμάτιστος δέ, καὶ δ. ἐστιν τῶν ἄλλων χρωμάτων pues el aire es transparente pero incoloro, y transmite los otros colores Steph.in Hp.Aph.3.96.32.